αγλαότεκνος

αγλαότεκνος
ο, η
1. αυτός που έχει λαμπρά, εξαίρετα παιδιά
2. η χώρα που έχει λαμπρούς, εξαίρετους πολίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + τέκνον.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”